- κατάκρισις
- κατάκρισιςcondemnationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακρίσει — κατάκρισις condemnation fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατακρίσεϊ , κατάκρισις condemnation fem dat sg (epic) κατάκρισις condemnation fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρίσεις — κατάκρισις condemnation fem nom/voc pl (attic epic) κατάκρισις condemnation fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρίσεσι — κατάκρισις condemnation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρίσεσιν — κατάκρισις condemnation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκρισιν — κατάκρισις condemnation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκριση — η (AM κατάκρισις) [κατακρίνω] κατηγορία, επιτίμηση, μομφή, επίκριση («με αυτά που κάνει έχει την κατάκριση τού κόσμου») μσν. αρχ. η καταδίκη αρχ. κρίση, γνώμη … Dictionary of Greek
κατακριτικόν — κατακριτικόν, τὸ (Μ) [κατάκρισις] η διάθεση για κατάκριση … Dictionary of Greek
μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… … Dictionary of Greek
ԴԱՏԱՊԱՐՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0600 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. κατάκριμα, κατάκρισις damnatio, condemnatio Դատապարտելն, եւ իլն. պարտաւորութիւն. պատժապարտութիւն. մահապարտութիւն: ... Իմ. ՟Ժ՟Բ. 27: Հռ. ՟Ե. 16. 18: ՟Բ. Կոր. ՟Գ. 9: ՟Է. 3: *Պատիժք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κατακρίσεως — κατακρίσεω̆ς , κατάκρισις condemnation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)